H μέθοδος Κinesiotaping είναι ένα είδος ελαστικής περίδεσης, το οποίο άρχισε να αναπτύσσεται κατά την δεκαετία του 70 από τον Ιάπωνα κινησιολόγο και χειροπράκτη KenzoKase. Στηριζόμενη στις αρχές της εφαρμοσμένης κινησιολογίας και στην ιδέα ότι το δέρμα μπορεί να λειτουργήσει ως αντανακλαστικό όργανο, η μέθοδος εξελίχθηκε και αποτελεί πλέον ένα σύγχρονο μέσο στην καθημερινή φυσιοθεραπευτική πράξη.
Οι ιδιότητες των ειδικών ελαστικών ταινιών (kinesiotape) που χρησιμοποιούνται, είναι εκείνες στις οποίες στηρίζεται όχι μόνο η προστατευτική αλλά και η θεραπευτική δράση του kinesiotaping. Αποτελούνται 100% από βαμβάκι και έχουν σχεδιαστεί ώστε να έχουν την ίδια δυνατότητα διάτασης, καθώς επίσης και ίδιο πάχος με το ανθρώπινο δέρμα. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι δε περιέχουν φαρμακευτικές ουσίες, για αυτό το λόγο η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται αποκλειστικά από το τρόπο με τον οποίο θα τοποθετηθούν.
Η τοποθέτηση των ειδικών ελαστικών ταινιών (kinesiotape) έχει σαν στόχο να διευκολύνει την φυσιολογική διαδικασία επούλωσης σε πάσχουσες δομές του μυοσκελετικού συστήματος, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά στο μυϊκό σύστημα, καθώς επίσης και στις αρθρώσεις. Βασικό πλεονέκτημα της συγκεκριμένης μεθόδου είναι πως μετά την εφαρμογή της, επιτρέπει το φυσιολογικό εύρος κίνησης των αρθρώσεων σε αντίθεση με τις μεθόδους ανελαστικής περίδεσης, καθώς επίσης και το ότι μπορεί να συνεισφέρει στο να διατηρηθούν τα θετικά αποτελέσματα μετά από μια φυσιοθεραπευτική συνεδρία.
Ο μηχανισμός με τον οποίο δρα το kinesiotaping στηρίζεται στο ότι, μικροσκοπικά, ανασηκώνει τα ανώτερα στρώματα του δέρματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται μικρές πτυχές στο δέρμα, γεγονός που διευρύνει το διάστημα μεταξύ αυτού και των υποκείμενων ιστών. Στο συγκεκριμένο μηχανισμό αποδίδονται όλες οι λειτουργίες του kinesiotaping που παρατηρούνται στη κλινική πράξη.
Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή του kinesiotaping μειώνει την πίεση που ασκείται στα λεμφαγγεία και στο φλεβικό δίκτυο (πχ μετεγχειρητικά ή μετατραυματικά), μέσω της αποσυμφόρησης της λεμφικής και φλεβικής κυκλοφορίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του οιδήματος αλλά και του πόνου που δημιουργείται λόγω των χημικών αλγογόνων ουσιών που συσσωρεύονται στην περιοχή. Επιπλέον, η βελτίωση της αιματικής ροής, από και προς τους τραυματισμένους ιστούς και τους μυς, θα έχει σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη υψηλών επιπέδων οξυγόνου, επομένως και θρεπτικών συστατικών, γεγονός που θα επιταχύνει την διαδικασία επούλωσης και την απομάκρυνση άχρηστων ουσιών.
Επιπλέον η εφαρμογή kinesiotape έχει παρατηρηθεί ότι μειώνει σημαντικά τα επίπεδα του πόνου, αφενός μέσω της μείωσης της πίεσης που ασκείται στους υποδοχείς πόνου που βρίσκονται υποδόρια και αφετέρου μέσω της ενεργοποίησης των ενδογενών αναλγητικών συστημάτων. Όσον αφορά το μυϊκό σύστημα, το kinesiotaping παρέχει μεγάλη λειτουργική υποστήριξη. Έχει την ικανότητα να βελτιώσει τη συστολή ενός αδύναμου μυός και να μειώσει την υπερδίαταση και την υπερβολική συστολή των μυών, εξασφαλίζοντας με αυτό το τρόπο ένα ανώδυνο εύρος κίνησης.
Επιπλέον, η εφαρμογή kinesiotaping μπορεί να επιφέρει σημαντική βελτίωση στη λειτουργία μιας άρθρωσης. Μπορεί να διορθώσει το λάθος προσανατολισμό της όταν αυτός προκαλείται πχ. από μυϊκό σπασμό, ενώ ταυτόχρονα ομαλοποιεί το μυϊκό τόνο και αυξάνει το εύρος κίνησης.
Η εφαρμογή kinesiotaping, κατά την διάρκεια δραστηριοτήτων, προσφέρει ουσιαστικά οφέλη καθώς υποστηρίζει μύες και αρθρώσεις παρέχοντας ιδιοδεκτικά ερεθίσματα. Έτσι, εμποδίζει την εκτέλεση επιβλαβών κινήσεων, ενώ επιτρέπει ένα υγιές και ασφαλές εύρος κίνησης, γεγονός που το καθιστά κατάλληλο μέσο για επανένταξη σε αθλητικές αλλά και καθημερινές δραστηριότητες ύστερα από έναν τραυματισμό ή ένα μυοσκελετικό πρόβλημα.
Είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε ότι η μέθοδος kinesiotaping μπορεί να εφαρμοστεί με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενή και τους θεραπευτικούς στόχους που έχουμε θέσει. Σε κάθε περίπτωση για να είναι αποτελεσματικό το kinesiotaping πρέπει να εφαρμόζεται μετά από κλινική αξιολόγηση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει πχ μυϊκά τεστ, ανάλυση βάδισης και οποιοδήποτε άλλο ειδικό ορθοπεδικό τεστ κρίνεται απαραίτητο. Τα στοιχεία που προκύπτουν από την αξιολόγηση, είναι εκείνα που θα οδηγήσουν στη δημιουργία του ενός ορθού θεραπευτικού πρωτοκόλλου και την καταλληλότερη χρήση του kinesiotaping, προκειμένου να έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα για έναν ασθενή.
Στο Φυσιοθεραπευτήριο Ε. Γεωργακόπουλος στην Αθήνα υπάρχει άριστη γνώση και κλινική εμπειρία για την εφαρμογή του Kinesiotaping.